- μελίζωρον
- μελίζωροςof pure honeymasc/fem acc sgμελίζωροςof pure honeyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίζωρος — μελίζωρος, ον (Α) 1. αυτός έχει φτειαχτεί ή είναι αναμεμιγμένος με καθαρό μέλι 2. αυτός που είναι γλυκός, αλλά και δριμύς, όπως το μέλι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίζωρον το μελίκρατον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωρός «δριμύς, δυνατός» (πρβλ. εύ ζωρος)] … Dictionary of Greek